Εγκεφαλική πάρεση

Η εγκεφαλική πάρεση μπορεί να οριστεί ως μία μη εξελικτική κινητική διαταραχή η οποία απορρέει από μία προσβολή του κεντρικού νευρικού συστήματος κατά την διάρκεια της προγεννητικής ή της περιγεννητικής περιόδου. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι παρόλο που η εγκεφαλική παράλυση απορρέει από μία στατική βλάβη του νευρικού συστήματος, οι εκδηλώσεις και οι επιπλοκές της διαταραχής θα αλλάξουν με την ανάπτυξη του παιδιού στην εφηβεία και την ενηλικίωση.

Έρευνες δείχνουν ότι η συχνότητα εμφάνισης της εγκεφαλικής παράλυσης είναι ανάμεσα στα 1.5 με 3.0 στα 1000 άτομα και πως η πλειοψηφία ακόμα και των πιο σοβαρά προσβεβλημένων ατόμων, επιβιώνει μέχρι και την ενηλικίωση. Ο πληθυσμός που κινδυνεύει περισσότερο για εγκεφαλική παράλυση είναι τα μωρά με χαμηλό βάρος γέννησης και αυτά που γεννήθηκαν πρόωρα.

Χαρακτηριστικά ομιλίας:

Παρόλο που ποικίλει η συχνότητα των διαταραχών ομιλίας που συνδέονται με την εγκεφαλική παράλυση, οι έρευνες δείχνουν πως οι διαταραχές ομιλίας είναι συχνό επακόλουθο αυτής της νευρολογικής διαταραχής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως πολλές πρώιμες μελέτες για την δυσαρθρία επικεντρώθηκαν σε ομιλητές με εγκεφαλική παράλυση. Δεν υπάρχει ένα τυπικό χαρακτηριστικό ομιλίας σε όλα τα άτομα με εγκεφαλική παράλυση. Τα χαρακτηριστικά και η σοβαρότητα της δυσαρθρίας εξαρτώνται από την βαθύτερη παθοφυσιολογία.

Η σπαστική εγκεφαλική παράλυση, ο πιο συχνός τύπος, έχει ως αποτέλεσμα τις ανωμαλίες στην εκούσια κίνηση, συμπεριλαμβάνοντας την σπαστικότητα, την αδυναμία, τον περιορισμό στο εύρος και την βραδύτητα της κίνησης. Τα χαρακτηριστικά της ομιλίας που συνοδεύονται με την σπαστική εγκεφαλική παράλυση χαρακτηρίζονται από χαμηλό ύψος, υπερρινικότητα, ανεβοκατεβάσματα του ύψους, βραχνή φωνή και πρόσθετο και ίσο τονισμό.

Η αθέτωση υπάρχει περίπου στο 5% των ατόμων με εγκεφαλική παράλυση και έχει ως αποτέλεσμα ένα μοτίβο ομιλίας διαφορετικό από αυτό της σπαστικής εγκεφαλικής παράλυσης. Η ομιλία στην αθετωσική εγκεφαλική παράλυση χαρακτηρίζεται από ακανόνιστα αρθρωτικά λάθη, ακατάλληλες παύσεις, παρατεταμένα διαλείμματα και ήχους, υπερβολική ένταση και διακοπή φώνησης. Επίσης, φαίνεται να υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες ως προς την σοβαρότητα και την φυσική πορεία της δυσαρθρίας. Οι Workinger και Kent (1991) υπέδειξαν ότι τα παιδιά με σπαστική εγκεφαλική παράλυση μπορεί να αναπτύξουν λόγο σχετικά νωρίς, αλλά καθώς θα μεγαλώνουν, η αναπνευστική υποστήριξη της ομιλίας θα εξασθενίσει περισσότερο, ίσως εξαιτίας των ανωμαλιών στην στάση του σώματος και στον τρόπο καθίσματος.

Κατά συνέπεια, η απόδοση στην ομιλία των ατόμων με σπαστική εγκεφαλική παράλυση μπορεί να χειροτερεύσει καθώς προχωρούν προς την ενηλικίωση. Τα παιδιά με αθέτωση από την άλλη, μπορεί να αργήσουν να μιλήσουν, αλλά η ομιλία τους καλυτερεύει καθώς μεγαλώνουν και αποκτούν έλεγχο.

Προβλήματα κατάποσης:

Τα προβλήματα κατάποσης και διατροφής και επομένως τα προβλήματα διαχείρισης του σιέλου, είναι συνήθη σε παιδιά με δυσαρθρία και εγκεφαλική παράλυση. Σε μία μελέτη 35 παιδιών με εγκεφαλική παράλυση (μέσος όρος ηλικίας τα 8 έτη), αναφέρθηκε από τους γονείς ότι το 60% αντιμετώπιζε προβλήματα σίτισης. Άτομα με ελάχιστα αποτελεσματικές δυνατότητες κατάποσης και στοματοκινητικές δυνατότητες μπορεί να κινδυνεύουν ιδιαίτερα, όταν οι θερμιδικές απαιτήσεις αυξάνονται κατά την διάρκεια της ανάπτυξης, όπως στα χρόνια της εφηβείας. Στην πραγματικότητα η αποτυχία ανάπτυξης θρεπτικά και η μη φυσιολογική ανάλωση σε ανάπαυση έχουν συσχετιστεί με την ανεπαρκή λήψη θερμιδών σε παιδιά και εφήβους με εγκεφαλική παράλυση.

Συνοδά προβλήματα:

Το 30% με 70% των ατόμων με εγκεφαλική παράλυση υπάρχει κάποιος περιορισμός στην νοητική και γνωστική λειτουργία. Λιγότερα συχνά είναι τα προβλήματα συμπεριφοράς τα οποία πιθανόν να συνδέονται με τις νοητικές ελλείψεις. Αυτά περιλαμβάνουν την υπερκινητικότητα, το μειωμένο χρόνο προσοχής ή την συναισθηματική αστάθεια. Μπορεί να εκδηλωθεί κατάθλιψη, ειδικά στους εφήβους οι οποίοι αντιμετωπίζουν θέματα σχετικά με την εικόνα του σώματός τους. Επίσης μπορεί να παρατηρηθούν διάφορες οπτικές ανωμαλίες, επιληπτικές κρίσεις, διαταραγμένος έλεγχος του εντέρου και της κύστης και ορθοπεδικές επιπλοκές.